- δαπανώμαι
- δαπανώμαι, δαπανήθηκα, δαπανημένος βλ. πίν. 61
και πρβλ. δαπανιέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δαπανῶμαι — δαπανάω spend pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres ind mp 1st sg δαπανάω spend pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) δαπανόω expend pres subj mp 1st sg δαπανόω expend pres ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδαπανώμαι — άομαι, Α δαπανώμαι, σκορπίζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαπανῶμαι (< δαπάνη)] … Dictionary of Greek
παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
προσαναισιμούμαι — όομαι, Α δαπανώμαι, καταναλώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισιμῶ «ξοδεύω, καταναλίσκω»] … Dictionary of Greek
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
δαπανιέμαι — δαπανιέμαι, δαπανήθηκα, δαπανημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. δαπανώμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής